Homonym: ορισμένου χρόνου (Temporary)
Ορισμένου χρόνου αναφέρεται σε μια κατάσταση ή συμφωνία που έχει καθορισμένη διάρκεια. Συνήθως χρησιμοποιείται σε συμβάσεις εργασίας, όπου οι εργαζόμενοι προσλαμβάνονται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, όπως 6 μήνες ή 1 έτος. Αυτές οι συμβάσεις μπορεί να ανανεωθούν ή να λήξουν χωρίς περαιτέρω υποχρεώσεις.
Στις περιπτώσεις ορισμένου χρόνου, οι εργαζόμενοι συχνά δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους μόνιμους υπαλλήλους. Για παράδειγμα, μπορεί να μην δικαιούνται άδεια ή παροχές που προσφέρονται σε μόνιμους υπαλλήλους. Αυτός ο τύπος απασχόλησης είναι συχνός σε τομείς όπως η {εκπαίδευ