πηγαίνω (Go)
Το ρήμα "πηγαίνω" σημαίνει να μετακινούμαι από ένα μέρος σε άλλο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κίνηση, είτε με τα πόδια, είτε με κάποιο μέσο μεταφοράς, όπως το αυτοκίνητο ή το λεωφορείο.
Στην ελληνική γλώσσα, το "πηγαίνω" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες χρονικές μορφές, όπως το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα ρήματα και μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δηλώσει προορισμούς, όπως "πηγαίνω στο σχολείο" ή "πηγαίνω για ψώνια".