Homonym: πηγαίνω (Go)
Το ρήμα "πηγαίνω" σημαίνει να μετακινούμαι από ένα μέρος σε άλλο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κίνηση ανθρώπων ή αντικειμένων. Για παράδειγμα, μπορεί να πει κανείς "πηγαίνω στο σχολείο" ή "πηγαίνω για ψώνια".
Στην ελληνική γλώσσα, το "πηγαίνω" είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα ρήματα. Συνδέεται με την καθημερινή ζωή και τις δραστηριότητες, όπως το να πηγαίνουμε σε φίλους, εργασία ή διακοπές.