καταλυτική
Η λέξη "καταλυτική" προέρχεται από το ρήμα "καταλύω" και αναφέρεται σε κάτι που έχει τη δυνατότητα να προκαλεί σημαντικές αλλαγές ή να επιταχύνει διαδικασίες. Στον τομέα της χημείας, οι καταλυτικές αντιδράσεις περιλαμβάνουν τη χρήση καταλυτών, ουσιών που επιταχύνουν τις χημικές αντιδράσεις χωρίς να καταναλώνονται.
Στον κοινωνικό και πολιτικό τομέα, η καταλυτική δράση μπορεί να αναφέρεται σε γεγονότα ή άτομα που προκαλούν ριζικές αλλαγές. Για παράδειγμα, η καταλυτική επίδραση ενός ηγέτη μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ή σε αλλαγές πολιτικής.