εκτείνοντες
Το "εκτείνοντες" είναι μια ελληνική λέξη που προέρχεται από το ρήμα "εκτείνω", το οποίο σημαίνει να επεκτείνω ή να απλώσω κάτι. Στη γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαδικασία της επέκτασης ή της ανάπτυξης, είτε σε φυσικό είτε σε αφηρημένο επίπεδο.
Στον τομέα της βιολογίας, οι "εκτείνοντες" μπορεί να αναφέρονται σε οργανισμούς ή δομές που επεκτείνονται ή αναπτύσσονται, όπως τα φυτά που μεγαλώνουν προς το φως. Στον αθλητισμό, η έννοια μπορεί να σχετίζεται με τις ασκήσεις που στοχεύουν στην αύξηση της ευλυγισίας και της δύναμης των μυών.