Λαμβάνω (Verb)
Το ρήμα "Λαμβάνω" σημαίνει "παίρνω" ή "δέχομαι" κάτι. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία της απόκτησης ή της παραλαβής αντικειμένων, πληροφοριών ή υπηρεσιών. Είναι ένα από τα πιο κοινά ρήματα στην ελληνική γλώσσα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές καταστάσεις.
Στην καθημερινή ζωή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις όπως "Λαμβάνω ένα δώρο" ή "Λαμβάνω πληροφορίες για το μάθημα". Το ρήμα αυτό έχει πολλές μορφές ανάλογα με τον χρόνο και το πρόσωπο, όπως "λαμβάνω", "έλαβα" και "θα λάβω".